κόλλυβον

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

German (Pape)

[Seite 1473] τό, = κόλλυβος, Poll. 9, 72; τὰ κόλλυβα auch eine Art Kuchen oder Naschwerk, vgl. Ar. Plut. 768 u. κόλλαβος.

Russian (Dvoretsky)

κόλλῠβον: τό (только pl.) предполож. пирожок Arph.