κύμανσις
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
-εως, ἡ, undulation, Arist. IA709a27.
German (Pape)
[Seite 1530] ἡ, das Wellenschlagen, die Bewegung in einer Wellenlinie, Arist. de incessu anim. 9.
Greek (Liddell-Scott)
κύμανσις: -εως, ἡ, κυματισμός, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 9, 9.
Russian (Dvoretsky)
κύμανσις: εως (ῡ) ἡ волнообразное движение Arst.