κώνειο
From LSJ
μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is
Greek Monolingual
το (Α κώνειον)
1. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια σκιαδοφόρα και περιέχουν αλκαλοειδή που είναι πολύ τοξικά για τον άνθρωπο και για τα ζώα («οι ψᾱρες τὸ κώνειον ἐσθίοντες οὐδὲν βλάπτονται», Γαλ.)
2. το δηλητήριο που παράγεται από αυτό το φυτό («κώνειον πιόντες ἀπέθανον», Ανδοκ.)
νεοελλ.
φρ. «μέ πότισε κώνειο» — μού έδωσε μεγάλη πίκρα με τα λόγια ή με τα έργα του
αρχ.
είδος καλαμοειδούς φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία η λ. παράγεται από κῶνος βασίζεται στην ομοιότητα τών φύλλων του φυτού αυτού με τον καρπό του πεύκου].