adv.vers le lit, au lit avec mouv.Étymologie: λέκτρον, -δε.
λέκτρονδε (Α)επίρρ. προς το κρεβάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λέκτρον + -δε, δεικτικό εγκλιτικό μόριο, που δηλώνει εις τόπο κίνηση (πρβλ. πέδον-δε, πόλιν-δε)].
λέκτρονδε: adv. на ложе, в постель Hom.
zum Bett, Od. 8.292.