λαβροειδής

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520

Greek Monolingual

λαβροειδής, -ές (Μ) Λάβρος
(για άνεμο) πυρωμένος και ορμητικός.
επίρρ...
λαβροειδῶς (Μ)
με ορμή και λάβρα.