λαιμοτόμας

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμοτόμας Medium diacritics: λαιμοτόμας Low diacritics: λαιμοτόμας Capitals: ΛΑΙΜΟΤΟΜΑΣ
Transliteration A: laimotómas Transliteration B: laimotomas Transliteration C: laimotomas Beta Code: laimoto/mas

English (LSJ)

α, ὁ, throat-cutter, prob. cj. for -τόμος, Περσεύς E.El.459 (lyr.).

Greek Monolingual

λαιμοτόμας, ὁ. (Α)
λαιμοτόμος, αυτός που κόβει το λαιμό, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τόμας (< τέμνω)].