ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
(AM λαμπρίζω) λαμπρόςνεοελλ.-μσν.φωτίζω, λάμπωαρχ.(μόνο το παθ.) λαμπρίζομαιγίνομαι λαμπρός.