δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
(AM λαμπρίζω) λαμπρόςνεοελλ.-μσν.φωτίζω, λάμπωαρχ.(μόνο το παθ.) λαμπρίζομαιγίνομαι λαμπρός.