λαμπροκάρκαλλον
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
λαμπροκάρκαλλον, τὸ (Μ)
πολυτελές φόρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + κάρκαλλο < καράκαλλον «είδος ενδύματος»].