λαμπροφωνεύομαι

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπροφωνεύομαι Medium diacritics: λαμπροφωνεύομαι Low diacritics: λαμπροφωνεύομαι Capitals: ΛΑΜΠΡΟΦΩΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: lamprophōneúomai Transliteration B: lamprophōneuomai Transliteration C: lamprofonevomai Beta Code: lamprofwneu/omai

English (LSJ)

v. sub λαμπρόφωνος.

Greek Monolingual

λαμπροφωνεύομαι (Α) λαμπρόφωνος
έχω λαμπρή, δυνατή φωνή.