λαμπύρισμα

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek Monolingual

το λαμπυρίζω
το να λαμπυρίζει κάτι, διακοπτόμενο φεγγοβόλημα.