λανάρα

From LSJ

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508

Greek Monolingual

η
1. το λανάρι
2. η λαναριστική μηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λανάρι, κατά τα μεγεθ. σε -άρα].