λαοκράτης

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο
ο οπαδός της λαοκρατίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < λαοκρατία].