λειαντήρας

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195

Greek Monolingual

ο (Α λειαντήρ και λεαντήρ, -ῆρος, θηλ. λεάντειρα) λειαίνω
αυτός που κάνει κάτι λείο
νεοελλ.
εργαλείο με το οποίο λειαίνονται επιφάνειες.