λεκάνειος

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεκάνη τών σπονδυλωτών ζώων («λεκάνεια άρθρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pelvic < αγγλ. pelvis «λεκάνη»].