λεοντέη

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντέη Medium diacritics: λεοντέη Low diacritics: λεοντέη Capitals: ΛΕΟΝΤΕΗ
Transliteration A: leontéē Transliteration B: leonteē Transliteration C: leontei Beta Code: leonte/h

English (LSJ)

(fem. of λεόντεος), contr. λεοντ-ῆ (sc. δορά), ἡ, lion's skin, Hdt.7.69, Ar.Ra.46, al., Pl.Cra.411a, Anaxandr.65: poet. λειοντῆ, APl.4.185:—also λεοντεία, Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 28] zsgzgn λεοντῆ, ἡ, sc. δορά, die Löwenhaut; Ar. Ran. 46; Her. 7, 69; Plat. Crat. 411 a.

French (Bailly abrégé)

-ῆ, έης-ῆς (ἡ) :
s.e. δορά;
peau de lion.
Étymologie: λέων.

Russian (Dvoretsky)

λεοντέη: стяж. λεοντῆ ἡ (sc. δορά) львиная шкура Her., Arph. etc.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντέη: συνῃρ. -ῆ (ἐξυπακουομ. τοῦ δορά), ἡ, δέρμα λέοντος, θηλ. τοῦ λεόντεος, Ἡρόδ. 7. 69, Ἀριστοφ. Βάτρ. 46, κ. ἀλλ., Πλάτ. Κρατ. 411Α· ποιητ. λειοντῆ, Ἀνθ. Πλαν. 185· ὡσαύτως λεοντεία, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

Greek Monolingual

λεοντέη, ἡ (Α)
βλ. λεοντή.

Greek Monotonic

λεοντέη: συνηρ. λεοντῆ, ποιητ. λειοντῆ (ενν. δορά), ἡ, δέρμα λιονταριού, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

poet. λειοντῆ
(sub. δορά ) a lion's skin, Hdt., Ar. [from λεόντεος