λεπτοκαρυά
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Greek Monolingual
και λεπτοκαρύα και λεφτοκαρυά, η (Μ λεπτοκαρυά και λεφτοκαρυά) λεπτοκάρυο
βοτ. άλλη ονομασία της φουντουκιάς, φυτού του γένους κόρυλος.