λεπτοσωμία

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

Greek Monolingual

η λεπτόσωμος
ανθρωπολ. χαρακτηριστικό φυλών ή ατόμων με αδύνατο και μακρύ σώμα.