γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
ας (ἡ) :gorge.Étymologie: cf. λαυκανίη.
ηζωολ. γένος ετερόκερων λεπιδόπτερων εντόμων.
λευκανία: ἡ Hom., Anth. = λαυκανίη.