λευκανία

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gorge.
Étymologie: cf. λαυκανίη.

Greek Monolingual

η
ζωολ. γένος ετερόκερων λεπιδόπτερων εντόμων.

Russian (Dvoretsky)

λευκανία: ἡ Hom., Anth. = λαυκανίη.