λεχώος

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λεχώϊος, -ον, θηλ. και λεχωϊάς)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στην περίοδο της λοχείας (α. «νύμφη λεχωϊάς» — λεχώνα, Νόνν.
β. «λεχώϊα δῶρα» — τα δώρα που προσφέρονταν σε λεχώνα, Νίκαρχ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λεχώϊον
ο τόπος όπου γεννά μια γυναίκα («Ῥείης... λεχώϊον», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεχώος < λεχώ-ϊος < λεχώ + -ιος. Το θηλ. λεχωϊάς, με επίθημα -ιάς, -ιάδος (πρβλ. γενεθλιάς, λειμωνιάς)].