λεύγα

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

και λεύγη η (Μ λέγα)
μονάδα μήκους, που διαφέρει κατά τόπους («αγγλική λεύγα»
3. ναυτικά μίλια, δηλ. 5.556,6 μέτρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεύγα < λατ. leuga και leuca «γαλατικό μέτρο χιλίων πεντακοσίων ρωμαϊκών βημάτων». Ο τ. λέγα < ιταλ. lega].