λημματισμός
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
[Seite 39] ὁ, = λῆμμα, Vortheil, Gewinn, Sp.
λημμᾰτισμός: ὁ, κτῆσις, κέρδος, ὠφέλεια, Νικήτ. Χρον. 43Α, Ἐκκλ.
λημματισμός, ὁ (Μ) λημματίζω
κέρδος, ωφέλεια, απόκτημα.