ληξιπρόθεσμος

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός του οποίου έληξε η προθεσμία («ληξιπρόθεσμο γραμμάτιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι- (< θ. ληξ- του λήγω, πρβλ. λήξη) + -πρόθεσμος (πρβλ. εκπρόθεσμος, μακροπρόθεσμος). Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].