νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
ο (Α ληρόσοφος)σοφός στο να μωρολογεί, να λέει ανοησίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι) + σοφός.