λιγύμοχθος

From LSJ

οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring

Source

German (Pape)

[Seite 43] sich mit hellem Gesange abmühend, ἀηδών, Ar. Av. 1381, v. l. λιγύμυθος.

Russian (Dvoretsky)

λιγύμοχθος: без устали и звонко поющий (Arph. - v. l. λιγύφθογγος).