λικμητής
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
Full diacritics: λικμητής | Medium diacritics: λικμητής | Low diacritics: λικμητής | Capitals: ΛΙΚΜΗΤΗΣ |
Transliteration A: likmētḗs | Transliteration B: likmētēs | Transliteration C: likmitis | Beta Code: likmhth/s |
λικμητοῦ, ὁ, = λικμητήρ, PFay.101.4 (i B.C.), Poll.1.222, Aq., Sm.Je.51(28).2, Serv.Dan.ad Verg.G.1.166.
[Seite 46] ὁ, = λικμητήρ, Sp., wie Poll. 1, 222.
λικμητής: -οῦ, ὁ, = λικνίτης, Πολυδ. Α΄, 222.
ο (Α λικμητής) λικμώ
αυτός που λιχνίζει τον σίτο, λιχνιστής.