λιμένιο

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek Monolingual

το (Α λιμένιον) λιμήν
1. μικρό λιμάνι, λιμανάκι
2. (κατ' επέκτ.) κάθε λιμάνι.