λιμναία

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

η
ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων της οικογένειας limnaeidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. limnaea < νεολατ. limnaea (< λιμναῖος)].