λιμνογράφος

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

ο
συσκευή μέτρησης και καταγραφής της στάθμης του ύδατος τών λιμνών, ποταμών, διωρύγων, κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -γραφος (< γράφω)].