λιμνογράφος
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
ο
συσκευή μέτρησης και καταγραφής της στάθμης του ύδατος τών λιμνών, ποταμών, διωρύγων, κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -γραφος (< γράφω)].