λινός

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ λινός, -ή, -όν)
1. κατασκευασμένος, υφασμένος από λίνο («λινό σεντόνι»)
2. το ουδ. ως ουσ. το λινό(ν)
ύφασμα ή ένδυμα κατασκευασμένο από λίνο
μσν.
το ουδ. ως ουσ. κυνηγετικό δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. λινοῦς < λίνον, κατά τα ἁπλοῦς > ἁπλός, χρυσοῦς > χρυσός.