στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
ο
ελαιοφάγος, αυτός που τρώγει τις ελιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιο-(II) + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔφαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω, «τρώω»)].