Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
λιτήσιος: -ον, ἱκετεύων, δεόμενος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 23.
λιτήσιος, -ον (Α) λιτήαυτός που ικετεύει, που παρακαλεί.
ον, bittend, flehend, αὐχήν, Nonn.