λιόχαρος

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ηλιοχαρής, αυτός που χαίρεται τις ακτίνες του ήλιου, ο γεμάτος ήλιο και χαρά
2. χαρακτηρισμός για τα άγρια φυτά που αναπτύσσονται το καλοκαίρι με ξηρασία.