Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
(ως μεσοπαθ. τ. του λογιάζω ή λογίζομαι) θεωρώ τον εαυτό μου ή θεωρούμαι από άλλους («δεν λογιέται καλός άνθρωπος»).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λογούμαι, κατά τα ρ. σε -ιέμαι].