λογιέμαι

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220

Greek Monolingual

(ως μεσοπαθ. τ. του λογιάζω ή λογίζομαι) θεωρώ τον εαυτό μου ή θεωρούμαι από άλλους («δεν λογιέται καλός άνθρωπος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λογούμαι, κατά τα ρ. σε -ιέμαι].