λογομαχώ

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source

Greek Monolingual

(AM λογομαχῶ, -έω) λογομάχος
ανταλλάσσω υβριστικά λόγια με κάποιον, διαπληκτίζομαι, φιλονικώ
μσν.
λογομάχομαι.