λοξονοώ

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

λοξονοῶ, -έω (Μ)
έχω στραβές σκέψεις, δεν σκέπτομαι ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + νοῶ (πρβλ. κατανοώ, ομονοώ)].