κατανοώ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
Greek Monolingual
(AM κατανοῶ, -έω)
1. εννοώ κάτι καλά, καταλαβαίνω πλήρως (α. «οι μαθητές κατανόησαν το μάθημα» β. «οὐ γάρ που κατανοῶ τὸ νῦν ἐρωτώμενον», Πλάτ.)
2. αντιλαμβάνομαι («από τις μετακινήσεις του εχθρού κατανόησαν ότι θα γίνει επίθεση»)
3. σχηματίζω σαφή αντίληψη για κάτι («κατανοεῖς τίς ποτ' ἐστίν;», Αντίφ.)
αρχ.
1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι («καὶ τοίνυν κατανοῶν περὶ τούτων... δοκῶ», Ξεν.)
2. μαθαίνω κάτι («τῆς τε Περσίδος γλώσσης ὅσα ἐδύνατο κατενόησε», Θουκ.)
3. κοιτάζω κάτι εξεταστικά
4. διατηρώ την αντίληψή μου
5. παθ. κατανοοῦμαι, -έομαι
α) είμαι κατανοητός
β) γίνομαι αποδεκτός.