λοξοπολώ

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

λοξοπολῶ, -έω (Α)
περιπλανιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -πολῶ (< -πόλος), πρβλ. ονειροπολώ, περιπολώ].