λουρίδα

From LSJ

ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source

Greek Monolingual

και λωρίδα, η
1. στενή ταινία από δέρμα, ύφασμα ή χαρτί
2. στενό και επίμηκες τμήμα μιας επιφάνειας (α. «ο δρόμος έχει τρεις λωρίδες κυκλοφορίας» β. «πήρε κληρονομιά μια λουρίδα γής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λουρίδα < λωρίδα (με κώφωση του -ω- σε -ου-) < λῶρος «ταινία» < λῶρον (το) < λατ. lorum «ιμάντας, ζώνη»].