λυπίζω

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

λυπίζω (Μ)
1. κάνω κάποιον να λυπάται, προξενώ λύπη σε κάποιον
2. μέσ. λυπίζομαι
λυπάμαι, αισθάνομαι, λύπη για κάποιον ή για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λυπώ, κατά τα ρ. σε -ίζω].