λυπίζω

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

λυπίζω (Μ)
1. κάνω κάποιον να λυπάται, προξενώ λύπη σε κάποιον
2. μέσ. λυπίζομαι
λυπάμαι, αισθάνομαι, λύπη για κάποιον ή για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λυπώ, κατά τα ρ. σε -ίζω].