Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
λυσσάριος, -ία, -ον (Μ)1. λυσσασμένος2. μτφ. παράφορος, μανιακός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -άριος].