λυσσάριος

From LSJ

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101

Greek Monolingual

λυσσάριος, -ία, -ον (Μ)
1. λυσσασμένος
2. μτφ. παράφορος, μανιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -άριος].