Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
-άω (Μ λυσσομαχῶ, -έω)
νεοελλ.
λυσσομανώ
μσν.
μάχομαι με λύσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι)].