λωβάστρα

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source

Greek Monolingual

λωβάστρα, ἡ (Μ)
τόπος όπου συχνάζουν οι λεπροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβα «λέπρα» + κατάλ. -στρα, αναλογικά προς τα ουσ. σε -στρα (πρβλ. κονίστρα)].