λωποδυτώ

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source

Greek Monolingual

λωποδυτῶ, λωποδυτέω) λωποδύτης
διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουργία, διαρπάζω με επιτηδειότητα
αρχ.
1. κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω
2. κλέβω κρυφά τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή αφαιρώ βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ τοιαῡτα εἰς αὐτὸν παρανομῶν καὶ τὴν πάτριον ἐσθῆτα λωποδυτῶν», Λουκιαν.)
3. μτφ. επιδίδομαι σε λογοκλοπία («τὸν Ὅμηρον ἀναιδῶς λωποδυτοῦσιν», Ανθ. Παλ.).