λώρανθος

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek Monolingual

ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λωρανθίδες και περιλαμβάνει 600 περίπου είδη ξυλωδών παρασίτων, κυρίως τών δέντρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το β' συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. loranthus < λατ. lorum «ιμάντας, λουρί» + ἄνθος.