μάδδα

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

German (Pape)

[Seite 80] ἡ, dor. = μάζα, Ar. Ach. 732.

Russian (Dvoretsky)

μάδδα: или μᾶδδα ἡ дор. Arph. = μᾶζα.

Greek (Liddell-Scott)

μάδδα: ἡ, Δωρ. ἀντὶ μᾶζα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 732, 835.

Greek Monolingual

μάδδα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μάζα.

Greek Monotonic

μάδδα: ἡ, Δωρ. αντί μᾶζα.

Middle Liddell

μάδδα, ἡ, [doric for μᾶζα.]