ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
η (Α μέγαιρα)μία από τις Ερινύεςνεοελλ.γυναίκα κακή, ιδιότροπη, εριστική.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μεγαίρω.