μέργω

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

German (Pape)

[Seite 134] = ἀμέργω, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

μέργω: ἀμέργω, καὶ μέρδω, = ἀμέρδω, Γραμματ.