Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μήνιγγας

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98

Greek Monolingual

και μήλιγγας, ο
η μήνιγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μήνιγγα, κατά τα αρσ. σε -ας].